σίτιση

σίτιση
σίτιση, η και σιτισμός, ο
παροχή τροφής, τροφοδοσία: Είναι υπεύθυνος για τη σίτιση του λόχου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σίτιση — η / σίτισις, ίσεως, ΝΜΑ [σιτίζω] η σίτηση …   Dictionary of Greek

  • σιτίσῃ — σιτίσηι , σίτισις fem dat sg (epic) σῑτίσῃ , σιτίζω feed aor subj mid 2nd sg σῑτίσῃ , σιτίζω feed aor subj act 3rd sg σῑτίσῃ , σιτίζω feed fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφαγιά — και γία, η (Μ ἀφαγία) στέρηση τροφής, ανεπαρκής σίτιση νεοελλ. λιγοφαγία, το να τρώει κανείς λίγο …   Dictionary of Greek

  • γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… …   Dictionary of Greek

  • εντερίτιδα — Οξεία ή χρόνια φλεγμονή του εντέρου. Ονομάζεται και εντεροκολίτιδα. Σύμφωνα με άλλη άποψη, ο όρος ε. χρησιμοποιείται μόνο για τη φλεγμονή του λεπτού εντέρου και διακρίνεται από την κολίτιδα. Όταν προσβάλλεται μαζί και το στομάχι αποκαλείται… …   Dictionary of Greek

  • ιερέας — Στην Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία, ο όρος με τη στενή του σημασία δηλώνει τον κληρικό του δεύτερου ιερατικού βαθμού (πρεσβύτερος). Με ευρύτερη, όμως, έννοια χαρακτηρίζει τους κληρικούς και των τριών βαθμών (διάκονος, πρεσβύτερος, επίσκοπος). Στον… …   Dictionary of Greek

  • κακοσιτία — η (Α κακοσιτία) [κακόσιτος] 1. κακή σίτιση, υποσιτισμός, ελλιπής διατροφή, ανεπαρκής θρέψη 2. ανορεξία, έλλειψη ορέξεως, αηδία προς τις τροφές, δυσκολία στο φαγητό …   Dictionary of Greek

  • οισοφαγοστομία — η ιατρ. αναστόμωση με το δέρμα τμήματος τού οισοφάγου χαμηλότερα από μία στένωσή του με σκοπό τη σίτιση τού ασθενούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < οισοφάγος + στομία (< στόμα)] …   Dictionary of Greek

  • πάναγρον — πάναγρον, τὸ (Α) 1. αλιευτικό ή θηρευτικό δίχτυ 2. μεγάλο κλουβί που χρησιμοποιείται για σίτιση διαλεγμένων πουλερικών. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. πάναγρος] …   Dictionary of Greek

  • παρασιτώ — παρασιτῶ, έω, ΝΜΑ, και παρασιτεύω Α [παράσιτος] νεοελλ. 1. (για μικρόβιο) ζω ως παράσιτο σε έναν οργανισμό 2. μτφ. (για ανθρώπους) ζω παρασιτικά, αναπτύσσομαι και τρέφομαι εις βάρος κάποιου άλλου και με δικές του δαπάνες, αντί να βρίσκω μόνος μου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”